- επιτηδειώ
- ἐπιτηδειῶ, -όω (Α)κάνω κάποιον επιτήδειο, κατάλληλο, χρήσιμο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιτηδείῳ — ἐπιτήδειος made for an end masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηδείωι — ἐπιτηδείῳ , ἐπιτήδειος made for an end masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)